Ένας γιος που έδειξε το μεσαίο δάχτυλο στον πατέρα του (πριν βάλει την γκολάρα του Euro)

Ήταν 11-12 χρόνων, στα πρώτα του βήματα. Ο πατέρας του ήταν στην εξέδρα σε κάθε παιχνίδι. Σε κάθε χαμένη ευκαιρία, σε κάθε γκολ που δεν έμπαινε χτυπιόταν γεμάτος απογοήτευση, του ούρλιαζε, τον έβριζε. Ο μικρός τα έχανε. Έβαζε τα κλάματα και ζητούσε από τον προπονητή του να τον κάνει αλλαγή. Μέχει εκείνη τη φορά που αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο. Μέχρι εκείνη την ημέρα που γύρισε προς τις κερκίδες και σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο. Στον πατέρα του. Αυτό ήταν. Το είχε ανάγκη για να απελευθερωθεί. Και αφού το έκανε όλα πήραν τον δρόμο τους... 

Κάθε φορά, μάλιστα, που γύριζαν στο σπίτι μετά από ένα παιχνίδι, ο μικρός Σικ, που είχε είδωλο τον Μίλαν Μπάρος, παραπονιόταν στους γονείς του ότι δεν ήθελε να πηγαίνουν στο γήπεδο για να τον βλέπουν. Για τον πατέρα του και τη μητέρα του, μάλιστα, το ποδόσφαιρο ήταν κάτι... ξένο καθώς είχαν συνηθίσει μια άλλη ζωή δουλεύοντας πολλές ώρες στον φούρνο της οικογένειας. 

«Ο πατέρας μου στρεφόταν συνέχεια εναντίον μου. Σε κάθε λανθασμένη ενέργειά μου, έκανε σαν τρελός, είχε πολύ άσχημη συμπεριφορά και με επηρέαζε» θυμάται ο Σικ. 

«Όταν του ύψωσα το μεσαίο δάχτυλο, γέλασε. Η μητέρα μου γύρισε προς το μέρος του και του είπε: 'Καλά σου έκανε'. Από τότε άλλαξα κι εγώ. Σκέφτηκα ότι ήμουν εγώ αυτός που έπαιζα ποδόσφαιρο και όχι ο πατέρας μου και ότι δεν χρειαζόταν να με επηρεάζει η συμπεριφορά του».

Ο δρόμος του Σικ άρχισε από την Πράγα, όπου στα 16 του υπέγραψε συμβόλαιο με τη Σπάρτα. Ο μισθός του ήταν 10.000 κορώνες τον μήνα. Τότε του φαινόταν ήδη πολύ σπουδαίο αυτό που είχε πετύχει. «Περπατούσα στον δρόμο και σκεφτόμουν ότι είμαι πλούσιος». Δύο χρόνια μετά, καθώς ο μισθός του ήταν μεγαλύτερος άρχισε να σκέφτεται και τα... έξοδα: «Τώρα μπορώ να αγοράσω ένα Ι-Phone». 

Στα 19 του πήγε στη Γένοβα για να παίξει στη Σαμπντόρια. Η ιταλική ομάδα έδωσε 4 εκατομμύρια ευρώ για να τον αποκτήσει και το όνειρο για την παρουσία σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. 

Ο εφιάλτης ήρθε λίγο αργότερα. Η Γιουβέντους τον είδε μετά την καλή σεζόν του με τη Σαμπντόρια και έκανε κίνηση για τον αποκτήσει προσφέροντας, μάλιστα, 25 εκατομμύρια ευρώ. Όταν, όμως, πήγε στο Τορίνο για να περάσει από ιατρικές εξετάσεις και να υπογράψει, οι άνθρωποι των «μπιανκονέρι» είδαν ένα πρόβλημα στην καρδιά και αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στη μεταγραφή. 

Και ο ίδιος ανήσυχος με το γεγονός ότι ίσως είχε πρόβλημα άρχισε να... ψάχνεται και κατέληξε στη Ρόμα, όπου του είπαν ότι δεν υπήρχε κάποιο θέμα και θα μπορούσε να αγωνιστεί κανονικά. Μόνο που στους «τζιαλορόσι» δεν κατάφερε να παίξει και τότε άρχισε να νιώθει ξανά όπως τότε που άκουγε τον πατέρα του να τον βρίζει από την εξέδρα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήθελε να σηκώσει το μεσαίο δάχτυλο, αλλά αντιμετωπίσει αλλιώς την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Ζήτησε τότε τη βοήθεια ενός mental coach, ενός ανθρώπου ο οποίος είχε περάσει 22 χρόνια δουλεύοντας για τη Microsoft σε ανώτατες θέσεις και είχε αποφασίσει να αλλάξει πρώτα τη δική του ζωή και κατόπιν να στηρίξει και άλλους, κυρίως αθλητές. 

Ο Σικ δόθηκε δανεικός στη Λειψία, ένας τραυματισμός τον άφησε εκτός, ο Γιούλιαν Νάγκελσμαν ζήτησε την παραχώρησή του και κατέληξε στη Λεβερκούζεν, που έδωσε 27 εκατομμύρια ευρώ στη Ρόμα για να τον πάρει.

Στην πρώτη σεζόν του στη Μπάγερ έφτασε διψήφιο αριθμό γκολ, όπως είχε κάνει στη Σαμπντόρια, στην πρώτη προσπάθειά του μακριά από την πατρίδα του. 

Στα 25 του σήμερα ίσως δεν είχε την καριέρα που πολλοί εκτιμούσαν ότι θα μπορούσε να κάνει, αλλά με μικρά και σταθερά βήματα έφτασε να παίζει στη Μπούντεσλιγκα και να εντυπωσιάζει σε ένα Euro χάρη στο απίθανο γκολ που σημείωσε, δούλεψε πολύ και σκληρά όχι μόνο για να παίξει μπάλα, αλλά και για να «ελέγξει» το μυαλό του και να μπορεί να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο χαρίζοντας στον κόσμο ωραίες στιγμές.

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο