Κατάθεση ψυχής από τον πάλαι ποτέ σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, Αντριάνο, ο οποίος μιλά για πρώτη φορά για τον εθισμό του στο αλκοόλ, τον χαμό του πατέρα του που του στοίχισε αλλά και τους λόγους που εγκατέλειψε την ελίτ για τη ζωή στη φαβέλα.
Οι εικόνες του που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας σήμαναν και πάλι «συναγερμό». Ο Αντριάνο εμφανίστηκε μετά από καιρό να περπατά ημίγυμνος και σε κατάσταση μέθης στη γειτονιά του στη Βραζιλία, προκαλώντας αίσθημα ανησυχίας στα διεθνή media και το φίλαθλο κοινό που είδε τον πάλαι ποτέ «Αυτοκράτορα» των ευρωπαϊκών γηπέδων να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση, για τους περισσότερους, αξιοθρήνητη.
Ο Αντριάνο Λέιτε Ριμπέιρο, όμως, το μεγαλύτερο ανεκπλήρωτο potential του 21ου αιώνα, έχει αποδεχτεί τη μοίρα του και τις επιλογές του. Μετά από χρόνια στην αφάνεια και με σκόρπιες εμφανίσεις στο προσκήνιο κυρίως για χάρη της αγαπημένης του Ίντερ, ο παλαίμαχος Βραζιλιάνος προχώρησε στην εξομολόγηση της ζωής του μιλώντας στην ιστοσελίδα «The Players Tribune», σε μια κατάθεση ψυχής που συγκλονίζει κι εξηγεί πολλές από τις πτυχές που η ποδοσφαιρική κοινή γνώμη αγνοούσε γύρω από την «εξαφάνισή» του.
Το εκτενές κείμενό του «βουτά» τόσο στις παιδικές του αναμνήσεις από τη φαβέλα Βίλα Κρουζέιρο στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, «φωτογραφίζει» το δυσαναπλήρωτο κενό που του άφησε ο χαμός του πατέρα του και περιγράφει την κατάστασή του σήμερα, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως «εμμονικό να χαραμίζω τη ζωή μου».
«Ξέρεις πώς είναι να είσαι υποσχόμενος; Εγώ ξέρω. Και ξέρω πως είναι αυτή η υπόσχεση να μένει ανεκπλήρωτη. Η μεγαλύτερη υπόσχεση που ''χαραμίστηκε'' στο ποδόσφαιρο. Μου αρέσει αυτή η λέξη, ''χαραμίστηκε''. Όχι μόνο για το πώς ακούγεται, αλλά και γιατί είμαι εμμονικός πλέον με το να χαραμίζω τη ζωή μου. Είμαι καλά έτσι, πάντα σε ένα μανιώδες χαράμισμα. Απολαμβάνω το στίγμα»
«Δεν κάνω ναρκωτικά, όπως προσπαθούν να αποδείξουν. Δεν είμαι εγκληματίας, αν και φυσικά θα μπορούσα να είμαι. Δεν μου αρέσουν τα κλαμπ. Πάντα πηγαίνω στο ίδιο μέρος στη γειτονιά μου, στο Nana's Kiosk. Αν θέλεις να με συναντήσεις, πέρνα από εκεί. Ναι, πίνω μέρα παρά μέρα. Και όλες τις υπόλοιπες μέρες βασικά. Πώς φτάνει ένας άνθρωπος σαν εμένα στο σημείο να πίνει σχεδόν κάθε μέρα;
Δεν μου αρέσει να δίνω εξηγήσεις στους άλλους. Αλλά να μία εξήγηση. Πίνω γιατί δεν είναι εύκολο να είσαι η υπόσχεση που παραμένει χρέος. Κι αυτό το συναίσθημα γίνεται όλο και χειρότερο στην ηλικία μου
«Με φωνάζουν Αυτοκράτορα, για φαντάσου. Ένα παιδί που έφυγε από τη φαβέλα να λαμβάνει το προσωνύμιο ''Αυτοκράτορας''. Πώς να το εξηγήσεις αυτό; Δεν το καταλάβαινα μέχρι σήμερα. Οκ, ίσως να έχω κάνει κάποια πράγματα καλά τελικά. Πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει γιατί εγκατέλειψα τη δόξα των γηπέδων για την παλιά μου γειτονιά και για να πίνω μέχρι να μην έχω συνείδηση. Γιατί μετά από ένα σημείο αυτό ήταν που ήθελα και είναι μια απόφαση από αυτές που δύσκολα μπορείς να αναστρέψεις», είναι τα λόγια με τα οποία ξεκίνησε τη συγκινητική του ενδοσκόπηση.
Στη συνέχεια, μίλησε για τις εμπειρίες που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την ποδοσφαιρική ελίτ και να γυρίσει πίσω στη γειτονιά του, με μοναδικό του στόχο να βρει την ειρήνη και τον εαυτό του. Αναλυτικά όσα ακόμα αποκάλυψε:
Για την πρώτη φορά που τον είδε ο πατέρας του να πίνει: «Πήρα ένα πλαστικό ποτήρι και το γέμισα με μπύρα. Αυτός ο πικρός, λεπτός αφρός που έτρεξε στο λαιμό μου για πρώτη φορά είχε μια ιδιαίτερη γεύση. Ένας νέος κόσμος ''διασκέδασης'' άνοιξε μπροστά μου. Η μητέρα μου ήταν στο πάρτι και είδε τη σκηνή. Δεν είπε τίποτα. Ο πατέρας μου… Σκ@τά. Όταν με είδε με το ποτήρι στο χέρι, διέσχισε το γήπεδο με τον βιαστικό ρυθμό κάποιου που δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει το λεωφορείο. ''Σταμάτα όπως είσαι'', φώναξε. Σύντομος και ευθύς, όπως πάντα. Είπα, ''Ω, φίλε''. Οι θείες και η μητέρα μου το παρατήρησαν γρήγορα και προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πράγματα πριν η κατάσταση χειροτερέψει. ''Έλα, Mirinho, είναι με τους φίλους του, δεν πρόκειται να κάνει τίποτα τρελό. Απλώς είναι εκεί και γελάει, διασκεδάζει, αφήστε τον ήσυχο, ο Αντριάνο μεγαλώνει επίσης'', είπε η μητέρα μου. Αλλά δεν έγινε συζήτηση. Ο γέρος τρελάθηκε. Μου άρπαξε το ποτήρι από το χέρι και το πέταξε στο χαντάκι. ''Δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά δεν πρόκειται να κάνω τίποτα τρελό''. ''Σου το έμαθα αυτό, γιε μου'', είπε.
Για την απώλεια του πατέρα του: «Ο θάνατος του πατέρα μου άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Μέχρι σήμερα, είναι ένα πρόβλημα που ακόμα δεν έχω καταφέρει να λύσω. Όλα τα άσχημα ξεκίνησαν εδώ, στην κοινότητα που νοιάζομαι τόσο πολύ."Τον πατέρα μου τον πυροβόλησαν στο κεφάλι σε ένα πάρτι στο Κρουζέιρο. Μια αδέσποτη σφαίρα. Δεν είχε καμία σχέση με τη φασαρία. Η σφαίρα πέρασε από το μέτωπό του και κατέληξε στο πίσω μέρος του αυχένα του. Οι γιατροί δεν είχαν τρόπο να το αφαιρέσουν. Μετά από αυτό, η ζωή της οικογένειάς μου δεν ήταν ποτέ η ίδια. Ο πατέρας μου άρχισε να έχει συχνές κρίσεις. Έχετε δει ποτέ άτομο να έχει κρίση επιληψίας μπροστά σας; Δεν θέλεις να το δεις, αδερφέ. Είναι τρομακτικό. Ήμουν 10 όταν πυροβολήθηκε ο πατέρας μου. Μεγάλωσα ζώντας με τις κρίσεις του. Ο Mirinho δεν μπόρεσε ποτέ να εργαστεί ξανά. Οι ευθύνες του σπιτιού έπεσαν εξ ολοκλήρου στη μητέρα μου.»
Για την ιστορία που μέθυσε επειδή του έλειπε το σπίτι του, μετά το ρεβεγιόν στο σπίτι του Κλάρενς Ζέεντορφ: «Αποχαιρέτησα γρήγορα το σπίτι του Ζέεντορφ και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου. Τηλεφώνησα στο σπίτι. :''Γεια σου, μαμά. Καλά Χριστούγεννα'', είπα. ''Γιε μου! μου λείπεις. Καλά Χριστούγεννα. Είναι όλοι εδώ, ο μόνος που λείπει είσαι εσύ'', απάντησε εκείνη. Άκουγα γέλια στο βάθος. Ο δυνατός ήχος των ντραμς που παίζουν οι θείες μου για να θυμούνται την εποχή που ήταν κοριτσάκια. Μπορούσα να το κάνω εικόνα μπροστά μόνο από τον θόρυβο στο τηλέφωνο. Γαμώτο, άρχισα να κλαίω αμέσως.
''Είσαι καλά, γιε μου;'' ρώτησε η μητέρα μου. ''Ναι, ναι. Μόλις επέστρεψα από το σπίτι ενός φίλου'', είπα. ''Α, έχεις φάει; Εδώ η μαμά στρώνει ακόμα το τραπέζι», είπε. ''Θα υπάρξουν ακόμη και κέικ σήμερα''. Διάολε, αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Τα κέικ της γιαγιάς είναι τα καλύτερα στον κόσμο. Λυπήθηκα πολύ. Άρχισα να κλαίω. ''Εντάξει, μαμά. Απολαύστε, λοιπόν. Καλό δείπνο. Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά εδώ».
Ήμουν συντετριμμένος. Άρπαξα ένα μπουκάλι βότκα και το κατέβασα. Δεν υπερβάλλω αδερφέ. Το ήπια όλο μόνος μου. Γέμισα τον κ@@ μου με βότκα. Έκλαιγα όλο το βράδυ. Λιποθύμησα στον καναπέ γιατί ήπια τόσο πολύ και έκλαιγα. Αλλά έτσι ήταν, σωστά; Τι θα μπορούσα να κάνω; Ήμουν στο Μιλάνο για έναν λόγο. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή».
Για την «απόδρασή» του από την Ίντερ, την προσπάθεια να επανέλθει και τη συνειδητοποιημένη επιλογή της ζωής στη φαβέλα: «Όταν ''δραπέτευσα'' από την Ίντερ και έφυγα από την Ιταλία, ήρθα να κρυφτώ εδώ. Τρεις μέρες γύριζα όλη τη γειτονιά. Δεν με βρήκε κανείς. Δεν υπάρχει τρόπος. Κανόνας νούμερο ένα της φαβέλας: κράτα το στόμα σου κλειστό. Νομίζεις ότι θα με έδινε κανείς; Δεν υπάρχουν ρουφιάνοι εδώ, αδερφέ. Ο ιταλικός Τύπος τρελάθηκε. Η αστυνομία του Ρίο οργάνωσε ακόμη και επιχείρηση διάσωσης. Είπαν ότι με είχαν απαγάγει. Πλάκα κάνεις, σωστά; Φαντάσου κάποιος να μου έκανε κακό εδώ… εμένα, ενός παιδιού από τη φαβέλα. Όλοι με διέλυσαν. Είτε μου άρεσε είτε όχι, χρειαζόμουν ελευθερία.
Δεν άντεχα άλλο που έπρεπε να είμαι πάντα σε επιφυλακή για τις κάμερες κάθε φορά που έβγαινα στην Ιταλία, με όποιον και αν περνούσε από μπροστά μου, είτε ήταν δημοσιογράφος, κανάς απατεώνας ή οποιοσδήποτε π@@@@ γιος. Στην κοινότητά μου, δεν το έχουμε αυτό. Όταν είμαι εδώ, κανείς έξω δεν ξέρει τι κάνω. Αυτό ήταν το πρόβλημά τους. Δεν κατάλαβαν γιατί πήγα στη φαβέλα. Δεν ήταν για το ποτό, ούτε για τις γυναίκες, πολύ περισσότερο για τα ναρκωτικά. Ήταν για την ελευθερία. Ήταν επειδή ήθελα ειρήνη. Ήθελα να ζήσω. Ήθελα να ξαναγίνω άνθρωπος. Για λίγο μόνο. Αυτή είναι η γ@@@@@η αλήθεια.
Και λοιπόν; Προσπάθησα να κάνω αυτό που ήθελαν. Διαπραγματεύτηκα με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι. Προσπάθησα πολύ με τον Ζοσέ Μουρίνιο. Έκλαψα στον ώμο του Μοράτι. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αυτό που μου ζήτησαν. Έμεινα σε καλή κατάσταση για μερικές εβδομάδες, απέφευγα το αλκοόλ, προπονήθηκα σαν άλογο, αλλά πάντα υπήρχε μια υποτροπή. Ξανά και ξανά. Όλοι με επέκριναν. Δεν άντεξα άλλο. Ο κόσμος έλεγε πολλές βλακείες γιατί όλοι ντρέπονταν. «Ουάου, ο Αντριάνο σταμάτησε να παίρνει επτά εκατομμύρια ευρώ. Τα παράτησε όλα για αυτό το χάλι; Αυτό είναι που άκουσα περισσότερο. Αλλά δεν ξέρουν γιατί το έκανα.
Το έκανα γιατί δεν ήταν σωστό. Χρειαζόμουν τον χώρο μου για να κάνω αυτό που ήθελα. Τώρα το βλέπεις μόνος σου. Υπάρχει κάτι λάθος με το πώς ζούμε εδώ; Όχι. Λυπάμαι που σας απογοητεύω. Αλλά το μόνο πράγμα που αναζητώ στη Vila Cruzeiro είναι η ειρήνη. Εδώ περπατώ ξυπόλητος και χωρίς πουκάμισο, μόνο με σορτς. Παίζω ντόμινο, κάθομαι στο πεζοδρόμιο, θυμάμαι τις παιδικές μου ιστορίες, ακούω μουσική, χορεύω με τους φίλους μου και κοιμάμαι στο έδαφος. Βλέπω τον πατέρα μου σε κάθε ένα από αυτά τα σοκάκια. Τι άλλο θέλω; Δεν φέρνω ούτε γυναίκες εδώ. Ούτε μπλέκω με κορίτσια από την κοινότητά μου. Γιατί απλά θέλω να είμαι ήσυχος και να θυμάμαι την ουσία μου. Γι' αυτό συνεχίζω να επιστρέφω εδώ. Με σέβονται πραγματικά εδώ. Εδώ είναι η ιστορία μου. Εδώ έμαθα τι είναι κοινότητα. Η Vila Cruzeiro δεν είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο. Η Vila Cruzeiro είναι το δικό μου μέρος»