Στις κερκίδες, ο ένας πάνω στον άλλον να παλεύουν για κάθε διαθέσιμο εκατοστό υποτυπώδους άνεσης προκειμένου να ουρλιάξουν για την αγαπημένη τους ομάδα. Η ατμόσφαιρα- διάολε, το ίδιο το οξυγόνο– μοιάζει να έχει ποτιστεί με αόρατες σταγόνες ηλεκτρισμού, καθώς τα πάντα είναι υπέρ το δέον τεταμένα.
Το ματς έχει οδηγηθεί στα πέναλτι. Ο Χιγκίτα αποφασίζει να φορέσει το μανδύα του ημίτρελου ήρωα και αποκρούει ένα. Έπειτα δεύτερο. Τρίτο. Τέταρτο. Ο αντίπαλος στέλνει την μπάλα άουτ στο επόμενο, ο Λιονέλ Άλβαρες ευστοχεί στο δικό του και μετά…
Μετά η πραγματικότητα μοιάζει να διπλώνει προς τα μέσα, αφήνοντας στην επιφάνεια σκηνές που παραπέμπουν σε ασπρόμαυρο παραμύθι: παίκτες και κόσμος «αναμειγνύονται», γίνονται ένα, κι ευρισκόμενοι όλοι μαζί σε ατελείωτη έκσταση πανηγυρίζουν την κατάκτηση του βαρύτιμου τροπαίου.
Είναι το μακρινό 1989 και η Ατλέτικο Νασιονάλ έχει μόλις σηκώσει το Κόπα Λιμπερταδόρες για πρώτη φορά στην ιστορία της. Μόνο που για να γίνει αυτό, χρειάστηκε ένας βαρόνος της κοκαΐνης να βάλει το «κηλιδωμένο» χέρι του.
Τον έλεγαν Πάμπλο Εσκομπάρ κι αυτή είναι η ιστορία ενός πάλλευκου, μα στιγματισμένου, ποδοσφαιρικού θριάμβου…
Άθλημα «βουτηγμένο» στα ναρκωτικά
Σε θεωρητικό επίπεδο, θα έπρεπε να εντάσσεται στην κατηγορία των «κοινών μυστικών»- πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε, όταν μιλάμε για κάτι τόσο εξόφθαλμα παράνομο; Ωστόσο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από απροκάλυπτη αλήθεια ειπωμένη με ανερυθρίαστο τρόπο: πίσω στη δεκαετία του 1980 το ποδόσφαιρο στην Κολομβία ήταν εξίσου καθαρό με γουρούνι που έχει κυλιστεί για πολλές ώρες στη λάσπη, καθώς το καρτέλ ναρκωτικών- προεξάρχοντος, φυσικά, αυτού του Πάμπλο Εσκομπάρ- ήλεγχε τα πάντα.
Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν οι μισές ομάδες της εγχώριας λίγκας ελέγχονταν και χρηματοδοτούνταν από «νονούς» με τον «Πατρόν» να είναι ο απόλυτος βασιλιάς του Μεδεγίν- μιας περιοχής που, μην ξεχνάμε, ζούσε σε κατάσταση πλήρους ανομίας, με τον Εσκομπάρ να έχει κηρύξει ανένδοτο πόλεμο στην κυβέρνηση της χώρας, με αποτέλεσμα το εμφύλιο αίμα να ρέει αέναα σε μεγάλες ποσότητες.
Η Ατλέτικο Νασιονάλ, λοιπόν, δε θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση στον άγραφο κανόνα- ήταν, ουσιαστικά, ομάδα του Πάμπλο.
Και ως τέτοια θα χρησιμοποιούσε τις μεθόδους του για να φτάσει στο ποθητό αποτέλεσμα.
Για να φτάσει, δηλαδή, μέχρι το τέλος του δρόμου.
«Ασήμι ή μολύβι»Ήταν ο νόμος του. Ο τρόπος που είχε προκειμένου να διασφαλίσει πως τίποτα δε θα στράβωνε για τους αγαπημένους του συλλόγους. Το μοναδικό, ζοφώδες μονοπάτι που ήξερε ν’ ακολουθεί, αναγκάζοντας και όσους εμπλέκονταν στο ποδόσφαιρο να του κρατήσουν το χέρι (ή, ακόμα καλύτερα, να του το φιλήσουν…) και να πορευτούν μαζί του.
Μετά τη φάση των ομίλων του Λιμπερταδόρες το 1989, η Νασιονάλ πέρασε στα προημιτελικά αποκλείοντας την Ράσινγκ Κλουμπ στους «16». Εκεί τους περίμενε η σκληροτράχηλη Μιγιονάριος, η οποία είχε «απολέσει» τη διάθεσή της για παιχνιδάκια και ήθελε μονάχα ένα πράγμα: την πρόκριση.
Η Ατλέτικο κέρδισε το πρώτο παιχνίδι με 1-0 στην έδρα της, όμως στο εκτός έδρας χρειάστηκε μια σφαγιαστική διαιτησία εις βάρος της δύσμοιρης Μιγιονάριος προκειμένου να πάρει το ισόπαλο 1-1 και να βρεθεί στα ημιτελικά.
Ο κανόνας του «ασήμι ή μολύβι» (δέξου να χρηματιστείς, δηλαδή, ή θα καταλήξεις με μία σφαίρα στο κεφάλι) είχε κάνει εκ νέου την αποκρουστική του εμφάνιση, φροντίζοντας οι Πράσινοι να βρεθούν στην επόμενη φάση.
Εκεί, στους «4», η ομάδα του Μεδεγίν δυσκολεύτηκε στο πρώτο ματς (0-0) απέναντι στην Ντανούμπιο, όμως στη ρεβάνς την σκόρπισε στους τέσσερις αγωνιστικούς ανέμους με 6-0 και τσέκαρε μ’ εκκωφαντικό τρόπο το εισιτήριό της για το μεγάλο τελικό.
Αυτό, ωστόσο, ήταν το λιγότερο. Το σημαντικότερο όλων ήταν το γεγονός πως ο διαιτητής της δεύτερης αναμέτρησης μίλησε ανοιχτά- χρόνια αργότερα κι αφού, φυσικά, είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση- για τις απειλές που δέχτηκε αυτός και η οικογένειά του: αν δε βοηθούσε την ομάδα της Κολομβίας να προκριθεί, θα πήγαινε να συναντήσει τον δημιουργό του. Και, δυστυχώς για εκείνον, αυτό θα γινόταν με τον πιο επώδυνο των τρόπων.
«Ευτυχώς η Νασιονάλ κέρδισε εύκολα. Εκείνοι οι τύποι που ήρθαν στο ξενοδοχείο μας πριν τον αγώνα δεν αστειεύονταν καθόλου…», ήταν τα σοκαριστικά λόγια του ρέφερι.
Τα είχε καταφέρει, λοιπόν. Η Ατλέτικο θα έπαιζε για πρώτη φορά στο διπλό τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης στην από εκεί πλευρά του Ατλαντικού, με μοναδικό της στόχο την πολυπόθητη κούπα.
Οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος της.
Τι να τις κάνεις, όμως, τις πιθανότητες όταν έχεις στο πλευρό σου τον Εσκομπάρ;
Η «ψευδαίσθηση» των Παραγουανών
Είχε την πιο σκληροτράχηλη ομάδα ενδεχομένως σε ολόκληρη τη διοργάνωση. Οι παίκτες της έπαιζαν με ψυχή χιλίων δύο λεόντων και στην πορεία της μέχρι το μεγάλο τελικό είχε πετάξει εκτός μεγαθήρια όπως η Μπόκα Τζούνιορς και η Ιντερνασιονάλ. Επομένως, η Ολίμπια είχε κάθε λόγο να το πιστεύει: ναι, μπορούσε να κατακτήσει το Λιμπερταδόρες.
Αυτή η αίσθηση της ομάδας της Παραγουάης επιτάθηκε μετά τον πρώτο αγώνα στο Ντεφενσόρες ντελ Τσάκο της Ασουνσιόν. Οι παίκτες της Ολίμπια κατάφεραν να στείλουν την μπάλα δύο φορές (στο 36΄ και το 60΄) στα δίχτυα του Χιγκίτα και θα πήγαιναν με αυτό το «καθαρό» 2-0 στην Κολομβία. Επομένως, δικαιούνταν να ονειρεύονται πως τα χέρια τους θα τυλίγονταν στο τέλος γύρω από την απαστράπτουσα κούπα.
Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, αγαπητοί Παραγουανοί.
Γιατί, βλέπετε, δεν ήταν έτσι.
«Απόψε κερδίζει η Νασιονάλ ή θα πεθάνουν όλοι»
Χτύπημα πρώτο: η ομοσπονδία της Νοτίου Αμερικής αποφάσισε πως το ματς δε θα γινόταν στο (επικίνδυνο είναι η αλήθεια) Μεδεγίν, αλλά στην Μπογκοτά- εκεί, δηλαδή, που το υψόμετρο θα λειτουργούσε εις βάρος των ποδοσφαιριστών στην Ολίμπια που δεν ήταν συνηθισμένοι.
Χτύπημα δεύτερο: οι οπαδοί της Ατλέτικο βρισκόντουσαν από πολύ νωρίς στους δρόμους με όπλα, τρομοκρατώντας τους Παραγουανούς που έφτασαν στο γήπεδο με την συνοδεία των τανκς, ούτως ώστε ν’ αποφευχθούν τα χειρότερα. Οι στρατιώτες, ωστόσο, φρόντισαν να ρίξουν δηλητηριώδη βέλη απτού τραμπουκισμού απευθείας στην καρδιά των Παραγουανών, προειδοποιώντας τους να μην κάνουν καμιά βλακεία και κερδίσουν.
Χτύπημα τρίτο: «Απόψε κερδίζουμε εμείς ή θα πεθάνουν όλοι»- ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν, σύμφωνα με τον θρύλο της εποχής, ξεκάθαρος προς πάσα κατεύθυνση, καθιστώντας σαφές ποιο «έπρεπε» να είναι το αποτέλεσμα εκείνης της αναμέτρησης.
Παραδόξως, στο πρώτο 45λεπτο του δεύτερου τελικού η Ολίμπια είχε καταφέρει να κρατήσει το 0-0. Με την έναρξη του δευτέρου μέρους, όμως, ο Φίντερ Μίνιο με σχεδόν βλακώδες αυτογκόλ «έγραψε» άθελά του το 1-0. Τέσσερα λεπτά πριν το τέλος και με τα φίδια να έχουν ζώσει τους γηπεδούχους σε απελπιστικό βαθμό, ο Ουσουριάγκα έκανε το 2-0 κι έστειλε το ματς στα πέναλτι.
Εκεί είχε φτάσει η στιγμή για την προσωπική ραψωδία του Χιγκίτα, ο οποίος- μιμούμενος, προφανώς, το διαβόητο χτύπημά του- τσίμπησε σαν σκορπιός τους αντιπάλους του και πιάνοντας 4 πέναλτι χάρισε τον τίτλο στην Νασιονάλ.
Αυτό ήταν, λοιπόν.
Η Ατλέτικο είχε θριαμβεύσει.
Ο «Πατρόν» είχε θριαμβεύσει.
Μα το στοιχειώδες αίσθημα δικαίου είχε πάει προ πολλού ανεπιθύμητο περίπατο.
Το θνησιμαίο κουφάρι της αθωότηταςΜια καταραμένη ομάδα- αυτό αποδείχτηκε πως ήταν, εκ των υστέρων, εκείνη η Νασιονάλ, παρά τον πρωτοφανή, αλλά «κίβδηλο», θρίαμβό της. Ο σκόρερ του πρώτου πέναλτι του δεύτερου τελικού, ο Αντρές Εσκομπάρ, έβαλε ένα μοιραίο αυτογκόλ μια πενταετία αργότερα στο Μουντιάλ του 1994 στερώντας την πρόκριση στην Κολομβία, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί στη γενέτειρά του την ώρα που έπινε το ποτό του σ’ ένα μπαρ.
Ο Ουσουριάγκα (που, θυμίζουμε, είχε βάλει το κρίσιμο γκολ για το 2-0 της Ατλέτικο και οδήγησε το ματς στα πέναλτι) είδε το μολύβι να εισχωρεί και στο δικό του κορμί στα 37 του χρόνια και έπεσε νεκρός.
Ο Ρενέ Χιγκίτα φυλακίστηκε για μερικούς μήνες, καθώς ήταν συνεργός σε μια υπόθεση απαγωγής. Η απόφαση του δικαστηρίου του στέρησε την συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αμερικής το 1994.
Και, πάνω απ’ όλους, ο σκοτεινός ενορχηστρωτής των πάντων, ο άνθρωπος που καθόριζε τ’ αποτελέσματα στο χορτάρι των αγαπημένων του ομάδων, εκείνος που έφτασε στο σημείο να δολοφονήσει στεγνά έναν διαιτητή που πήγε κόντρα στην Ιντεπεντιέντε Μεδεγίν (στην παγκοίνως γνωστή, πια, υπόθεση του ρέφερι Ορτέγκα), ο βαρόνος Πάμπλο Εσκομπάρ δέχτηκε από την αστυνομία μια μοιραία σφαίρα στο αυτί και εξέπνευσε πάνω στην σκεπή ενός σπιτιού.
Πριν από 30, σχεδόν, χρόνια, το Κόπα Λιμπερταδόρες σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την- εν πολλοίς στημένη- κατάκτηση του τροπαίου από την Ατλέτικο Νασιονάλ.
Το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής φάνηκε να δέχεται ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα και φλέρταρε και αυτό απροκάλυπτα με το θάνατο. Λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του, όμως, βρήκε και πάλι τον τρόπο να συνεχίσει ν’ αναπνέει.
Το ποδόσφαιρο έζησε για να πεθάνει μια άλλη ημέρα. Οι περισσότεροι ρομαντικοί εξ ημών θέλουμε να πιστεύουμε πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά.
Και ξέρετε κάτι; Αν τα πάντα σ’ αυτόν τον σάπιο χώρο δείχνουν να πηγαίνουν κατά διαόλου, αν κάθε ελπίδα μοιάζει να έχει χαθεί, αν το σκοτάδι καλύπτει κάθε εκατοστό της αθλητικής πλάσης και αρνείται να δώσει τη θέση του στο φως, τότε μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει:
Αυτό, που να πάρει, δεν είναι το τέλος.