Το προσεχές καλοκαίρι συμπληρώνονται 28 χρόνια από τη μεταγραφή του Ντράγκισα Μπίνιτς από τη Σλάβια Πράγας στον ΑΠΟΕΛ. Ο Σέρβος εξτρέμ ήλθε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1993 για λογαριασμό των «γαλαζοκιτρίνων», στους οποίους ωστόσο αγωνίστηκε μόλις για έξι μήνες.
Ακόμη κι αυτό το διάστημα, ωστόσο, αποδείχθηκε αρκετό, προκειμένου να ζήσει καταστάσεις και γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη του και τα εξιστόρησε σε μια χειμαρρώδη συνέντευξή του στη σερβική εφημερίδα Telegraf.
«Μετά την Τσεχία πέρασα για ένα εξάμηνο από την Κύπρο, στην οποία έπαιζαν ήδη οι Βέσκο Μιχαΐλοβιτς και Τόζα Σάπουριτς. Υπήρχαν αρκετοί παίκτες μας. Η Κύπρος μόλις είχε αρχίσει να επενδύει στο ποδόσφαιρο. Οι συνθήκες ήταν σπουδαίες, ήταν μία από τις μεγαλύτερες μεταγραφές. Ο ΑΠΟΕΛ είχε βάλει μπρος να κάνει κάτι στην Ευρώπη. Και υπήρχαν και πρόβλημα, καθώς η μισή Λευκωσία είναι ελληνική και η άλλη μισή κατεχόμενη από τους Τούρκους.
Λίγες ημέρες αφ’ ότου είχα πάει στον ΑΠΟΕΛ παίζαμε στο Παραλίμνι, ένα χωριό που είναι μέρος μιας αγγλικής βάσης. Άρχισε το παιχνίδι και προηγηθήκαμε με δικό μου τέρμα, αλλά δεν μπορούσα να τους παίξω μόνος μου, οπότε ο αγώνας έληξε 1-1. Οι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, είναι πολύ παρορμητικοί. Το παιχνίδι είχε λήξει, πάμε στο λεωφορείο και εγώ είμαι τελευταίος. Μπροστά μου είναι ο προπονητής Τόζα Βεσελίνοβιτς, ενώ η αστυνομία των βάσεων επιτηρεί. Το κοινό εξαπολύει προσβολές, ένας φωνάζει: «Θα σε σκοτώσω».
Του λέω, «έλα, σκότωσέ με». Βγαίνει από το πλήθος και κινείται προς το μέρος μου. Βάζω κάτω τον σάκο και, μόλις με πλησιάζει, τον βγάζω νοκ άουτ. Τώρα πλέον δεν βιάζομαι να πάω στο πούλμαν. Λέω σε άλλον ένα να έλθει να με σκοτώσει. Από εκεί το λεωφορείο πήγε κατ’ ευθείας στις αγγλικές βάσεις, όπου έγιναν συζητήσεις για δύο ώρες. Δεν ξέρω ελληνικά, μου είπαν ότι ζητούσαν εγγύηση 4.000 λιρών για να ξεχάσουν το συμβάν. Ουδείς έκανε κίνηση να βάλει το χέρι στην τσέπη, οι Κύπριοι είναι σκληροί διαπραγματευτές, και υποχρεώθηκα να δώσω την κάρτα μου, να πληρώσω και να πάω σπίτι μου.
Την επόμενη μέρα ξεκινώ από τη Λευκωσία για τη Λεμεσό, για να πάω θάλασσα. Δεν ξέρω ότι ο αρχηγός των οπαδών είναι από τη Λεμεσό. Και είναι τέτοιοι τύποι που θέλουν να τα ξέρουν όλα. Με πετυχαίνουν στα μισά του αυτοκινητοδρόμου, γιατί νόμιζαν ότι πήγαινα να τον ψάξω. Δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή και δεν ήξερα τι συνέβαινε. Μου εξηγούν και τους απαντώ ότι δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο τύπος. Πάω στη θάλασσα.
Ακολούθως πήγα στην Ιαπωνία, στη Ναγκόγια. Ο τότε ατζέντης μου, ο Μπούμπιτς, που ζούσε στην Ιαπωνία, ήλθε στην Κύπρο για να παρακολουθήσει έναν αγώνα μαζί με κάποιον Ιάπωνα. Σ’ εκείνο το παιχνίδι πέτυχα πέντε γκολ και υπέγραψα άμεσα το συμβόλαιο. Αλλά είχα ένα εν ισχύ με τον ΑΠΟΕΛ, οπότε εκμεταλλεύτηκα το σκηνικό με τους οπαδούς. Έπρεπε να πάω στην Ιαπωνία να κλείσω τη συμφωνία και, αν δεν αυτό δεν γίνει, θα αποζημιωθούν και δεν θα μου δώσουν τίποτε. Ζητώ τερματισμό του συμβολαίου ένεκα των καυγάδων με τους οπαδούς και ο πρόεδρος συμφωνεί ένεκα της πίεσης από τον κόσμο. Αλλά κράτησα το συμβόλαιο πάνω μου και είπα στον μάνατζερ: ‘Πάω στην Ιαπωνία. Αν υπογράψω, θα σε ενημερώσω και θα τους το δώσεις. Αν δεν συμφωνήσω, θα το σκίσεις’».