Η απίστευτη ιστορία των Ιρλανδών ποδοσφαιριστών που από το 1924 ως το 1950 αγωνίστηκαν και στις δύο εθνικές ομάδες της Ιρλανδίας, ένα πρωτοφανές και αξιοπερίεργο φαινόμενο.
O εθνικός ύμνος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (ή Έιρε, όπως προσπαθούσαν παλιότερα να επιβάλλουν να ονομάζεται διεθνώς οι εθνικιστές) είναι ένα επαναστατικό εμβατήριο. «Το τραγούδι του Στρατιώτη» έχει στην Τρίτη του στροφή τους εξής στίχους: «Γιοι των Γαλατών! Άνδρες της Ιρλανδίας! Οι υπερασπιστές της Ιρλανδίας θα κάνουν τον τύραννο να τρέμει… Δείτε στα ανατολικά μια ασημί λάμψη, εκεί έξω περιμένει ο Σάξωνας εχθρός». Οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από τον διαρκή αγώνα των Ιρλανδών απέναντι στους Άγγλους (τους Σάξωνες εχθρούς). Το εμβατήριο έγινε πολύ δημοφιλές το 1916, στην αιματηρή «Πασχαλινή Εξέγερση» των Ιρλανδών κατά του Άγγλου κατακτητή.
Φανταστείτε, λοιπόν, τη σουρεαλιστική σκηνή: Δύο παίκτες να στέκονται προσοχή στη μέση του «Ντάλιμουντ Παρκ» του Δουβλίνου, της πρωτεύουσας της Ιρλανδίας, με τις περήφανες πράσινες φανέλες τους και τα λευκά σορτσάκια, και να τραγουδούν αυτόν τον ύμνο-διαχρονικό σύμβολο μίσους κατά των κατακτητών. Δύο ημέρες νωρίτερα, όμως, ΟΙ ΙΔΙΟΙ δύο παίκτες είχαν σταθεί στη μέση του «Ουίντσορ Παρκ» του Μπέλφαστ, της πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας, πάλι με πράσινες φανέλες και λευκά σορτσάκια, αλλά με διαφορετική (!) εθνική ομάδα, και είχαν ευχηθεί (μέσω του βρετανικού εθνικού ύμνου) στον βασιλιά Γεώργιο ΣΤ’ να είναι «νικηφόρος, ευτυχισμένος και δοξασμένος» (victorious, happy and glorious).
Απίθανο, έτσι; Κι όμως, συνέβη στ’ αλήθεια. Ο Τζόνι Κάρεϊ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο Μπιλ Γκόρμαν της Μπρέντφορντ, δύο παιδιά γεννημένα στην Ιρλανδία, έπαιξαν με την εθνική ομάδα της Βόρειας Ιρλανδίας εναντίον της Αγγλίας στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 (έχασε 7-2) και μόλις δύο ημέρες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου, φόρεσαν και τη φανέλα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας κι αντιμετώπισαν πάλι την Αγγλία (έχασαν 1-0).
Το περιστατικό μόνο μεμονωμένο δεν είναι. Και παρουσιάζει ξεκάθαρα την ολότελα παλαβή κατάσταση που επικρατούσε στο ποδόσφαιρο της Ιρλανδίας για σχεδόν 30 χρόνια. Ούτε ένας, ούτε δύο, αλλά συνολικά 39 (!) ποδοσφαιριστές στο διάστημα από το 1924 ως το 1953 φόρεσαν τη φανέλα και των δύο «εθνικών» ομάδων της Ιρλανδίας (οι οποίες τότε επέμεναν να εμφανίζονται με την ίδια ονομασία «Ιρλανδία», χωρίς προσδιορισμό «Βόρεια» ή «Έιρε» κτλ.) και χωρίς κανέναν περιορισμό. Κάποιοι μάλιστα φορούσαν πότε τη μία φανέλα και πότε την άλλη, ανάλογα με την ομοσπονδία που τους καλούσε!
Ας προσπαθήσουμε να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι.
Η IFA (Irish Football Association, Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία) ιδρύθηκε το 1882 και, όπως είναι γνωστό, είναι η τέταρτη πιο παλιά ποδοσφαιρική ομοσπονδία στον κόσμο (μετά απ’ αυτές της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας). Τη στιγμή της ίδρυσής της ολόκληρο το νησί της Ιρλανδίας ήταν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ομοσπονδία είχε έδρα το Μπέλφαστ, στη σημερινή Βόρεια Ιρλανδία, και στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής της δεν της καιγόταν καρφί για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου εκτός της πόλης του Μπέλφαστ και των γύρω περιοχών, που συνολικά ονομάζονται Όλστερ και σήμερα αποτελούν το κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας.
Οι υπόλοιποι Ιρλανδοί, προσκολλημένοι (και με εθνικιστική διάθεση) στα δικά τους ομαδικά παιχνίδια, που μοιάζουν με το ράγκμπι και το χόκεϊ (και συνολικά τα αποκαλούν Gaelic Games) είχαν μερικές ομάδες στο Δουβλίνο, αλλά στο υπόλοιπο νησί το ποδόσφαιρο φυτοζωούσε. Η διαφορά ήταν αυτό που λέμε «εθνο-θρησκευτική»: Στη Βόρεια Ιρλανδία υπήρχε και υπάρχει μεγάλος αριθμός απογόνων Άγγλων αποίκων, οι οποίοι είναι προτεστάντες στο θρήσκευμα και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να αποχωριστούν από τη Βρετανία (οι αποκαλούμενοι «unionists», ενωτικοί) και στο υπόλοιπο νησί κυριαρχεί το ιρλανδέζικο-καθολικό στοιχείο, που ήθελε να αποτινάξει τον βρετανικό ζυγό (οι λεγόμενοι «nationalists», εθνικιστές).
Το 1920 η Βρετανία αποφάσισε να χωρίσει την Ιρλανδία στα δύο, τη Βόρεια και τη Νότια. Το αρχικό σχέδιο ήταν να παραμείνουν και τα δύο κομμάτια στην δική της κυριαρχία, αλλά οι «Νότιοι» επαναστάτησαν και ανακήρυξαν ανεξάρτητη δημοκρατία, το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος (Irish Free State). To ποδόσφαιρο ακολούθησε αυτό το διαχωρισμό και το 1921 ιδρύθηκε στο Δουβλίνο η FAI (Football Association of Ireland), η οποία το 1923 έγινε δεκτή από τη FIFA ως πλήρες μέλος.
Το ζήτημα που δεν είχε διευκρινιστεί και παρέμεινε άλυτο για πάνω από τρεις δεκαετίες ήταν ποιους παίκτες είχε δικαίωμα να καλέσει η κάθε ομοσπονδία για τους αγώνες της. Καθώς και οι δύο ομοσπονδίες ονομάζονταν τότε «Ιρλανδία», διατηρούσαν το δικαίωμα να καλέσουν παίκτες απ’ όλο το νησί.
Το κλειδί όλου αυτού του μπερδέματος ήταν πολύ απλό: Η IFA, η «βρετανική» ομοσπονδία της Ιρλανδίας στο Μπέλφαστ, το 1920 αποφάσισε να φύγει από τη FIFA, μαζί με τις υπόλοιπες (Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία). Κι αυτό, διότι η FIFA δεν είχε αποκλείσει τη Γερμανία, την Αυστρία και τους συμμάχους τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επέστρεψαν αργότερα, αλλά και πάλι το 1928 έφυγαν, διαμαρτυρόμενες επειδή οι παίκτες όλων των άλλων εθνικών ομάδων λογίζονταν ως ερασιτέχνες ενώ έπαιρναν χρήματα κάτω από το τραπέζι, ενώ μόνο οι δικοί τους λογίζονταν ως «επαγγελματίες» (κι ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στο ποδοσφαιρικό τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων, που ήταν το Μουντιάλ της εποχής πριν να καθιερωθεί το Μουντιάλ).
Έτσι ήταν πολύ πιο εύκολο για την FIFA να αναγνωρίσει την «νότια» ομοσπονδία της Ιρλανδίας, αφού στις τάξεις της δεν υπήρχε η «βόρεια». Οι σνομπ Βρετανοί έπαιζαν μεταξύ τους το British Home Championship, στο οποίο συμμετείχαν και οι τέσσερις βρετανικές ομάδες και το αποκαλούσαν, μάλιστα, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, με την έννοια ότι η νικήτρια αυτού του τουρνουά ήταν σε πολύ ανώτερο επίπεδο απ’ οποιαδήποτε άλλη. Οι «νότιοι» Ιρλανδοί έπαιζαν κανονικά στις διοργανώσεις της FIFA (Ολυμπιακοί Αγώνες, προκριματικά Παγκοσμίου Κυπέλλου κτλ.).
Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η απίστευτη διαδικασία: Ένας παίκτης να καλείται και στις δύο εθνικές ομάδες και, μάλιστα, κάποιοι να δηλώνονται να παίζουν πότε με τη μία και πότε με την άλλη ομάδα.
Το πρόβλημα έγινε πολύ πιο έντονο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1946 η FIFA δέχτηκε πανηγυρικά τις τέσσερις βρετανικές ομάδες στην αγκαλιά της. Οι δύο ομάδες της «Ιρλανδίας» συμμετείχαν ταυτόχρονα στους προκριματικούς αγώνες για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 στη Βραζιλία (σε άλλους ομίλους). Αλλά οι δύο ομοσπονδίες το… χαβά τους: Καλούσαν παίκτες απ’ όλο το νησί, αφού δεν υπήρχε κανένας περιορισμός.
Πρώτη αντέδρασε η FAI της «νότιας» Ιρλανδίας σ’ αυτό το καθεστώς, ότι η IFA των «βόρειων» τους κλέβει παίκτες. Η FIFA γρήγορα κατάλαβε ότι αν δεν επέμβει, το πρόβλημα θα γίνει πιο έντονο, κι ενδεχομένως θα δημιουργήσει κακό παράδειγμα και για άλλες περιοχές με περίεργο διοικητικό καθεστώς. Έτσι, λοιπόν, το 1953, πριν ξεκινήσουν τα προκριματικά του Μουντιάλ της Ελβετίας, έκανε τις ανακοινώσεις της, που ισχύουν ως σήμερα.
Κατ’ αρχάς, καμία ομοσπονδία από τις δύο δεν δικαιούται να χρησιμοποιήσει το όνομα «Ιρλανδία» σκέτο. Έτσι προέκυψαν το «Δημοκρατία της Ιρλανδίας» για το ανεξάρτητο κράτος και το «Βόρεια Ιρλανδία» για το κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου. Και το πιο σπουδαίο, στο εξής θα απαγορευόταν η μία ομοσπονδία να παίρνει παίκτες από την άλλη. Οι παίκτες θα αγωνίζονταν στις δύο εθνικές ανάλογα με τον τόπο γέννησής τους, ή αν είχαν γεννηθεί π.χ. στην Αγγλία, τον τόπο γέννησης του πατέρα ή του παππού τους.
Υπήρξαν αντιδράσεις και από τις δύο ομοσπονδίες, καθώς η FIFA δεν λογάριασε καθόλου την θέληση των παικτών. Κάποιος π.χ. που είχε γεννηθεί ο πατέρας του στη «νότια» Ιρλανδία δεν μπορούσε με τίποτα να παίξει στην Βόρεια Ιρλανδία, όσο κι αν το ήθελε. Αλλά η Παγκόσμια Ομοσπονδία προτίμησε αυτή τη σκληρή διάταξη για να ξεμπερδέψει τα μπερδεμένα, παρά να αφήσει παραθυράκια και να συνεχιστεί το ποδοσφαιρικό μαλλιοτράβηγμα ανάμεσα στις δύο ομοσπονδίες.
Η ιστορία της Ιρλανδίας όλο αυτό τον αιώνα περιέχει πολύ αίμα. Ειδικά στο βόρειο κομμάτι, η διαμάχη μεταξύ των εθνικιστών (που θέλουν να ενοποιήσουν όλο το νησί) και των ενωτικών (που θέλουν να παραμείνουν κομμάτι της Βρετανίας) κόστισε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, τους περισσότερους αθώους. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν ένοπλες ομάδες που συντηρούν την ένταση, αν και τα πράγματα έχουν ηρεμήσει πολύ σε σχέση π.χ. με τις δεκαετίες του 1970 και το 1980.
Η διάταξη αυτή άλλαξε τα τελευταία χρόνια, όταν άλλαξαν και οι κανόνες περί «ποδοσφαιρικής υπηκοόοτητας» σε όλο τον κόσμο. Ειδικά σ’ αυτή τη ρευστή εθνολογικά περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συνηθισμένο κάποιος να αγωνίζεται στις «μικρές» εθνικές ομάδες μιας ομοσπονδίας και να επιλέγει άλλη για την καριέρα του στην εθνική ανδρών. Κάτι τέτοιο έγινε με τον Ντέκλαν Ράις και τον Τζακ Γκρίλις, τους δύο παίκτες της εθνικής Αγγλίας, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους στις μικρές ομάδες της Ιρλανδίας και κατά διαβολική σύμπτωση σκόραραν και οι δύο στο Δουβλίνο το Σάββατο, στο 2-0 της Αγγλίας επί της Δημοκρατίας.
Στην ιστορία, όμως, του παγκόσμιου ποδοσφαίρου οι 39 παίκτες που «πρόλαβαν» να παίξουν σ’ αυτό το ιδιότυπο καθεστώς καταγράφηκαν ως οι μοναδικοί που έπαιζαν ταυτόχρονα σε δύο αναγνωρισμένες εθνικές ομάδες.
Υ.Γ. Κι ένα σχόλιο… ενδυματολογικό: Όπως όλοι γνωρίζουν η σημαία της Ιρλανδίας είναι τρίχρωμη, πράσινο, λευκό και πορτοκαλί. Το πράσινο συμβολίζει τους καθολικούς και το πορτοκαλί τους προτεστάντες, το λευκό την ειρήνη μεταξύ τους. Γι’ αυτό και η Ιρλανδία σπάνια φοράει πορτοκαλί χρώμα φανέλας. Το’ χει κάνει μόνο δύο φορές και ως δεύτερη εμφάνιση, το 1996 που γινόταν μια σοβαρή προσπάθεια ειρήνευσης (η οποία κατέληξε στην περιβόητη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998) και το 2022, όταν γιόρτασε τα 100 χρόνια ύπαρξής της. Η Βόρεια Ιρλανδία επέμεινε στο πράσινο και λευκό, όμως τα τελευταία χρόνια προσθέτει όλο και περισσότερο «βρετανικό» μπλε στις εμφανίσεις της.