Μαδαγασκάρη, Λουξεμβούργο, Ιορδανία, Μπαχρέιν, Κονγκό, Βιετνάμ, Αϊτή, Ζάμπια, Μπενίν, Ουγκάντα, Ουζμπεκιστάν, Συρία, Ομάν, Κουρασάο, Ιράκ, Η.Α.Ε., Μαυροβούνιο, Ελ Σαλβαδόρ, Ονδούρα, Μπουρκίνα Φάσο -και ας το αφήσουμε μέχρι εδώ.
Οι προαναφερθείσες χώρες, εκτός από εξωτικοί προορισμοί (με κάποιες εξαιρέσεις), έχουν κι έναν κοινό παρονομαστή -αμιγώς ποδοσφαιρικό: στην κατάταξη της FIFA «δείχνουν την πλάτη τους» στην Κύπρο.
Στη λίστα της παγκόσμιας ομοσπονδίας περιλαμβάνονται 210 χώρες, η δική μας ήταν 95η τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν αναλάμβανε την τεχνική της ηγεσία ο Νίκος Κωστένογλου, είχε υποχωρήσει στην 99η τον περασμένο Αύγουστο και, όταν προσμετρηθεί το 0-1-4 του διμήνου Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, θα βγει και εκτός πρώτης 100άδας.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως η κατρακύλα στην κατάταξη της FIFA ήλθε στα χρόνια, στα οποία το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα αφ’ ενός θέτει επίσημα ως στόχο την υπέρβαση, δηλαδή την πρόκριση στην τελική φάση μιας διοργάνωσης, αφ’ ετέρου έχει περισσότερες διόδους για να την επιδιώξει (ελέω της προσθήκης και του Πρωταθλήματος Εθνών).
Η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι χαώδης. Αλλά όχι ανεξήγητη. Όσες χώρες θέλησαν είτε να επανέλθουν στην κορυφή (αν μιλάμε για προηγμένα ποδοσφαιρικά έθνη), είτε να φτάσουν σε υπερβάσεις (αν μιλάμε για μικρομεσαία), άρχισαν από την ίδια αφετηρία: ένα καλά εκπονημένο, πολυετές πλάνο, που περιελάμβανε τις υποδομές και τον τρόπο δουλειάς σε όλες τις κατηγορίες των εθνικών ομάδων και των συλλόγων.
Κάθε πλάνο είχε την ίδια ραχοκοκαλιά: μιας ευδιάκριτη και λειτουργική ποδοσφαιρική ταυτότητα πάνω στα χαρακτηριστικά είτε του υπάρχοντος έμψυχου δυναμικού είτε αυτού που «προγραμματίστηκε» να δημιουργηθεί μέσα από τη δουλειά από τη βάση.
Αυτό τον δρόμο βάδισαν οι Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και πιο πρόσφατα η Αγγλία, όταν «έπιασαν πάτο» (για τα δικά τους δεδομένα), αυτόν βάδισαν και βαδίζουν χώρες με μικρότερη ιστορία και δεξαμενή άντλησης ποδοσφαιριστών απ’ ό,τι η Κύπρος.
Εδώ βάλαμε το κάρο μπροστά από το άλογο και πήγαμε να κάνουμε το… τρίτο βήμα πριν το πρώτο. Χωρίς να έχουμε κάνει τα θεμελιώδη, ανεβάσαμε τον πήχη στα ύψη, στο καταληκτικό σημείο του πολυετούς πλάνου.
Το αποτέλεσμα είναι το απολύτως φυσιολογικό κι αναμενόμενο. «Σπάμε τα μούτρα μας». Και μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα προχωρούμε σε αλλαγή προπονητή. Και θεωρώντας πως με αυτό έχουμε διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα εισερχόμαστε με την ίδια αισιοδοξία στην επόμενη προκριματική φάση.
Είναι το έργο που παίζεται σε επανάληψη τα τελευταία χρόνια. Δίχως ν’ αλλάξει ούτε… κόμμα στο σενάριο. Και ακριβώς γι’ αυτό το «θα γίνουμε Ουγκάντα» από κλισέ της έσχατης κατάντιας μετατράπηκε σε στόχο και ευχή. Βλέπετε, η συμπαθής αφρικανική χώρα φιγουράρει στην 84η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.